Αγιολογικά

Αμώς Προφήτης

Καταγόταν από την πόλη Θεκουέ της Ιουδαίας, νοτιοανατολικά της Βηθλεέμ, και άκμασε στην ιερή πόλη Βαιθήλ κοντά στη Σαμάρεια κατά τους χρόνους του βασιλέως του Ισραήλ Ιεροβοάμ Β’ (784 - 746 π.Χ.). Ήταν βοσκός και καλλιεργητής συκομορέων και από την εργασία αυτή κλήθηκε στο προφητικό αξίωμα. Στηλίτευσε την ηθική και θρησκευτική κατάπτωση του Ισραήλ, καλούσε το λαό σε μετάνοια και προφήτευσε την επικείμενη κρίση και αιχμαλωσία του. Λόγω της σφοδρότητας της κριτικής του, εξήγειρε εναντίον του την ιερατική τάξη, ώστε ο αρχιερέας της Βαιθήλ Αμασίας ζήτησε από τον βασιλιά Ιεροβοάμ την αποπομπή του Αμώς στο βασίλειο του Ιούδα, διαβάλλοντάς τον ως δημεγέρτη και ταραχοποιό. Ο Αμώς προανήγγειλε τον όλεθρο της οικογένειας του Αμασίου και τότε, κατά την παράδοση, ο γιος του Αμασία Οζίας χτύπησε με ρόπαλο τον Προφήτη Αμώς και τον άφησε ημιθανή. Όταν τον μετέφεραν στη γενέτειρα του Θεκουέ πέθανε μετά από δυο ημέρες.